Ένα φάρο αναζητάμε όλοι... ενα φως ... ενα ταξίδι. Ας ταξιδέψουμε!

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Photography lessons-Mythopathy Tasos Boulmetis




"-Τι σχέση έχουν οι φακοί με την ηλικία;
-Έχουν... πώς δεν έχουν;
[...]Όταν είσαι νέος η ζωή είναι όμορφη. Χωράει παντού. Τραβάς, τραβάς και δεν σε νοιάζει αμα φεύγει το φως και δεν προλαβαίνεις. Μετά όμως βλέπεις που κάτι λείπει...
-Τι λείπει;
-Το θέμα. Δεν έχεις θέμα. Δεν υπάρχει κάτι σ' αυτή τη φωτογραφία που να θέλεις να τη δεις ξανά και ξανά. Και μια μέρα εκεί που δεν το περιμένεις ξαφνικά το τοπίο αλλάζει, γιατί κρύβει το θέμα και αλλάζει το κάδρο... και η ζωή σου. Και τότε... τότε πρέπει να αλλάξεις φακό. Θες να πας πιο κοντά. Να εξερευνήσεις τις γωνίες, την ομορφιά που κρύβεται...Μάτια... Χείλη... Τις πόζες που χει ένα χαμόγελο. Θες να πάρεις τον ψίθυρο αν γίνεται. Και μια μέρα -εκεί που δεν το περιμένεις πάλι- το θέμα χάνεται απ΄ το κάδρο. Κι απ΄τη ζωή την ίδια."
Απόσπασμα από την ταινία "Νοτιάς" σε σκηνοθεσία Τάσου Μπουλμέτη


Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Το μοίρασμα, το μέτρημα και ο,τι σώθηκε από τις προσδοκίες μας

Σχέσεις... Σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους ο άνθρωπος από τα πρώτα στάδια της ζωής του επιζητεί και εντάσσεται σε ομάδες. Άλλες από αυτές είναι ήδη επιλεγμένες γι αυτόν πριν την γεννησή του, σε άλλες πάλι έχει μεγαλύτερο ποσοστό ελευθερίας μιας και ο ίδιος επιλέγει να ενταχθεί σε αυτές. Σχεσεις οικογενειακές, φιλικές, επαγγελματικές, ερωτικές όλες με κοινό άξονα το μοίρασμα. ΜΟΙΡΑΣΜΑ. Τι ακριβώς όμως είναι αυτό το μοίρασμα και πώς ορίζεται από τον καθένα μας ξεχωρίστα;
Ο αγαπητός μου Λειβαδίτης αναφέρει σε ένα από τα ποιήματά του πως «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Πόσοι όμως από μας έχουμε μάθει να μοιραζόμαστε; Αν κοιτάξουμε όλοι γύρω μας στρέφοντας τα μάτια και στον ίδιο τον καθρέφτη μας θα δούμε ένα σύνολο εγωπαθών ατόμων που το μόνο που αποζητούν είναι να μιλήσουν για τον εαυτό- τον μεγάλο ή μικρό, ευτυχισμένο ή πονεμένο, γεμάτο η μισό, ακέραιο ή μπερδεμένο εαυτό μας. Ζούμε σε εναν κόσμο γεμάτο με ομιλητές και με ελάχιστους καλούς ακροατές. Και όταν μιλάω για καλούς ακροατές εννοώ εκείνους που, κατά τη γνώμη μου, έχουν κατανοήσει πλήρως αυτό το μοίρασμα για το οποίο μιλάμε. Αυτόυς που πολύ συχνά χαρακτηρίζονται «οι ψυχολόγοι» αλλά που σκοπός τους δεν είναι να σου αραδιάσουν διάπλατα τις «πολύτιμες» συμβουλές τους ή να φανούν στα μάτια σου σοφοί και σπουδαίοι. Είναι αυτοί που η ενσυναίσθηση για όλα αυτά που περνά ο δίπλα τους τους κατακλύζει. Είναι τα μάτια που σε κοιτούν ορθάνοιχτα, τα αυτιά που σε ακούν υπομονετικά, τα χέρια που σε στηρίζουν στοργικά. Λίγοι γύρω μας, πολλοί λίγοι γι αυτό και σπάνιοι. Τι γίνεται όμως όταν έρθει η δική τους στιγμή να αλλάξουν ρόλους κι από ακροατές να γίνουν ομιλητές; Εκεί το αμφίδρομο του μοιράσματος πολλές φορές σπάει. Ίσως με θυμό να έλεγα πόσο εγωιστές γινόμαστε και για ό,τι δεν ακουμπά τη δική μας ζωούλα σφυρίζουμε αδιάφορα και γινόμαστε καπνός. Από την άλλη με τη μανιώδη μου τάση να δικαιολογώ καταστάσεις και ανθρώπους θα μπορούσα να τους δώσω ελαφρυντικό. Το ελαφρυντικό της έλλειψης εκπαιδεύσεως. Ναι ναι! Αυτό ακρίβως ήθελα να πω εκπαίδευση. Γιατί μια καλή εκπαίδευση είναι και η ακρόαση το νοιάξιμο για τον άλλον παρόμοια με όλες τις άλλες εκπαιδεύσεις- με τον αγώνα και τις εξετάσεις της. Εκπαίδευση συναισθηματική την οποία ολοένα και περισσότερο τη βάζουμε στην άκρη. Βλέπεις αυτή δεν έχει πτυχία να τα κορνιζώσουμε στους τοίχους μας ή να τα απαριθμήσουμε στα βιογραφικά μας κι όμως αυτή η ίδια αποτελεί την ύψιστη επίτευξη για όλους μας. Να ξέρεις να μοιράζεσαι, να νοιάζεσαι με την ουσιαστική έννοια τον δίπλα σου αλλά και τον μακριά σου, να ξέρεις να τον ακούς αλλά και να αισθάνεσαι ασφαλής να του ανοιχτείς.
Στο μέτρημα των ανθρώπων της ζωής μας άλλοι μένουν στη λογική, άλλοι στο συναίσθημα, κάποιοι στην ανασφάλεια, άλλοι στον πόνο ή στη χαρά και άλλοι πάλι μένουν μόνο στον αριθμό. «Ανθρώπους να χω δίπλα μου και να περνάω καλά. Δεν την μπορώ τη μοναξιά. Δεν μπορώ να κλείνομαι σε τεσσερις τοιχους.» Πόσες τέτοιες ανασφάλειες μας κρατανε πίσω από αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε- να είμαστε ο εαυτός μας. Και πόσο παρεξηγημένη είναι και η μοναξιά; Αν πεις πλέον έκατσα λίγο μόνος, θα σε περάσουν από κακόμοιρο μέχρι και παλαβό. Έχει και την αξία της η μοναξιά και η σιωπή ειδικά στις στιγμές του μετρήματος. Σου φέρνει μπροστά σου όλες τις προσδοκίες, τα όνειρα, τα θέλω σου... όλα μπροστά σου σαν φιλμ περνούν με τις νίκες και τις ήττες μας. Γιατί όλοι μας κάτι χάνουμε και κάτι κερδίζουμε.

Συνήθως ξεκινάω κάτι χωρίς να ξέρω πώς θα τελειώσει. Ας είναι μια ευχή ο σημερινός επίλογος. 

Ευχή όλοι σας να μεγαλώνετε με ανθρώπους που ξέρουν να μοιράζονται όχι μόνο τις στιγμές αλλά και την ψυχή τους μαζί σας, που θα είναι πάντα εκεί σε κάθε μετρημά σας και θα ξεπερνούν κάθε φορά τις προσδοκίες σας.

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Message in a bottle

Έχεις ακούσει για τις ιστορίες, αυτές τις ανομολόγητες που ταξιδεύουν στη θάλασσα με μόνη ελπίδα τους για πανί να τις ξεβράσει το κύμα στην ακτή εκείνου που αναζητούν; Γι αυτούς τους θαρραλέους ναύτες που κουβαλούν ένα φορτίο τόσο βαρύ που οι ψυχές είναι ανήμπορες να κρατήσουν . Το κάνουν μελάνι και λυγμό και το κλείνουν σε κάποια σημάδια πάνω σε ένα λευκό χαρτί. Σε ένα χαρτί που δεν το διπλώνουν για να μην ζαρωθούν τα συναισθήματά, ούτε το κλείνουν σε φάκελο που θα του στενεύει την ανάσα.Μια τέτοια ιστορία θα σας πω...
 Ο αποστολέας προτίμησε να τυλίξει το γράμμα σε κύκλο έτσι που η μια λέξη να αγκαλιάζει την άλλη, ακριβώς όπως θα ήθελε εκείνος να αγκαλιάζει το πρόσωπο του παραλήπτη. Το γράμμα του αυτό δεν έμελλε να μπει σε άψυχο χαρτί, ώστε το χέρι κάποιου ανυποψίαστου ταχυδρόμου να το παραδώσει στον παραλήπτη του, σαν όλα τα άλλα, τα χιλιάδες άλλα γράμματα που μπορεί να μετέφεραν από λογαριασμούς μέχρι διαφημιστικά φυλλάδια. Όχι- το ξερε πως αυτό θα ήταν ιεροσυλία για το κομμάτι της ψυχής που είχε κλείσει μέσα του. Το χε πάρει απόφαση πως η θάλασσα ήταν αυτή που θα γινόταν ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σε εκείνον και εκείνη, ανάμεσα στο τώρα και το πάντα. Πάνω στο γραφείο του δίπλα από ένα γεμάτο τασάκι με τσιγάρα σβησμένα, που της καρδιάς του τη φωτιά δεν κατάφεραν να σβήσουν, βρισκόταν ένα άδειο μπουκάλι κονιάκ. Ήταν χειμώνας βλέπεις και ξεγελούσε το κρύο με γουλιές κονιάκ αφού τα χέρια του ήταν άδεια και κρύα . Εκείνη είχε φύγει από καιρό και δεν πρόλαβε να της πει... Πρόλαβε; Η μια αναβολή πίσω από την άλλη καλυμμένη με μια καινούρια δικαιολογία κάθε φορά. Πότε φόβος, πότε ανασφάλεια. Mερικές φορές η ευγένεια του να μην πατήσεις το άβατο του άλλου για να μην ταράξεις την ισορροπία του, άλλες πάλι ο εγωισμός και η σιγουριά που σου δίνει η αίθηση του απέραντου χρόνου. Μα οι δείκτες των ρολογιών δεν περιμένουν κανέναν κι εκείνη έφυγε. Έφυγε μακριά!

Έδεσε σε έναν ελαφρύ κόμπο το γράμμα με ένα μικρό σχοινάκι και το κλεισε στο μπουκάλι με το κονιάκ. Βιαστικά φόρεσε το παλτό και το αγαπημένο του κασκόλ και πήρε τα κλειδιά του. Γάντια δεν φόρεσε, τα χέρια του ήταν κρύα για καιρό μα τώρα στην αίσθηση του γυαλιού που προστάτευαν τις λέξεις του, μια ζεστασιά διαπέρασε τα ακροδάχτυλά του. Κατέβηκε στην ακτή περπατώντας. Του άρεσε το περπάτημα πάνω στην άμμο όταν είχε δυνατό άνεμο. Aπό μικρός πίστευε ότι κάπως έτσι θα ήταν και στο φεγγάρι. Η άμμος ήταν ψιλή και νοτισμένη. Έκλεισε λίγη στη χούφτα του και την έβαλε μες στο μπουκάλι όπως έκαναν παλιά οι ξενιτεμένοι για να ξεγελούν το φευγιό τους, νιώθοντας ότι παίρνουν και την πατρίδα τους μαζί στο πουθενά που πήγαιναν. Γιατί όλα μακριά από την πατρίδα σου μοιάζουν πουθενά. Ο αποστολέας αφού έκλεισε λίγη από τη γη του στο μικρό ταξιδιάρικο γυαλί για λίγο δίστασε. Κοίταξε το σκοτάδι της θάλασσας και για μια στιγμή φοβήθηκε πως τα κύματά της θα στελναν το μικρό μπουκάλι στο βυθό. Μα ο φόβος δεν χωρούσε πια στις αποφάσεις του. Όφειλε να την εμπιστευτεί. Έτσι με λίγα λόγια που της ψιθύρισε σαν προσευχή άφησε το μικρό του πλεούμενο να το αγκαλιάσει το κύμα της. Τα μάτια του καρφωμένα μέχρι να χαθεί το παραμικρό του ίχνος. Έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος και πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού ευχήθηκε η γη και η ψυχή του να ενωθούν μια μέρα με τη δική της. «Κι εσύ θάλασσα λυπήσου με και μην αργήσεις πες το μου γρήγορα πως την αντάμωσες...»