Δεν
είναι αλήθεια μοναδική η αίσθηση που σου αφήνει κάθε φορά η πρώτη βροχή του
φθινοπώρου. Σαν να μην έχεις δεις ποτέ σου βροχή, σαν να μην έχεις ξαναμυρίσει
το χώμα ούτε έχεις δει τον ουρανό μες στα μωβ και τα γκρίζα του. Κάθε χρόνο η
ίδια πάντα πρώτη φορά! Για φαντάσου τρεις μήνες ήταν αρκετοί για να
επιστρατεύσουν κάθε μηχανισμό της λήθης σου για οτιδήποτε δεν μοιάζει με ήλιο,
θάλασσα και θερινά σεργιάνια.
Ανέκαθεν
πίστευα πως κάθε εποχή έχει κάτι το ξεχωριστό, το αναντικατάστατο και
απαραίτητο για την ισορροπία που χρειάζεται η ψυχή- η οποία βρίσκεται μόνο μέσα
στις μεταβάσεις και ποτέ στη σταθερότητα. Το πίστευα και πάντα θα το πιστεύω...
Αλλά να- αυτή τη χρονιά περισσότερο από κάθε άλλη- το φθινόπωρο έρχεται να με αλλάξει
με έναν τρόπο διαφορετικό. Η αφορμή για να γράψω κάτι, ο,τι κι αν είναι αυτό,
είναι πάντα μια λέξη η οποία ρέει ρέει και καταλήγει σε ένα ποτάμι που ούτε κι
εγώ η ίδια ήξερα πως υπάρχει. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη μαγεία στην
απελευθέρωση που δίνουν οι λέξεις-η άγνοια. Να μην έχεις σχέδιο, να μην πρέπει
να σκεφτείς γιατί πρέπει να γράψεις απλά να μπεις στο χαρτί κι όλα τ άλλα να
ρθουν μόνα τους.
Τα
δάκρυα του φθινοπώρου μοιάζουν με τα φύλλα που πέφτουν...
Με
αφορμή την παραπάνω πρόταση ξεκίνησα αυτή τη φορά... πού θα
καταληξω πάλι- αυτό ίσως αποκαλυφθεί και σε μένα μόλις μπει η τελευταία τελεία.
Αλλά μήπως έτσι δεν γίνεται πάντα; Μήπως
κατάφερε ποτέ κάποιος να μάθει ή να προβλέψει κάτι στη ζωή του πριν μπει
η τελευταία τελεία;
Αισθήματα
που μοιάζουν με τα χρυσοκόκκινα φθινοπωρινά φύλλα. Εύθραυστα, αδύναμα να
κρατηθούν πια από κλαδιά έχουν παραδοθεί στη φυσική ροή των πραγμάτων και
πέφτουν, αφήνονται να ενωθούν με τη γή, να θρυμματιστούν πατημένα και έτσι
χίλια κομμάτια όπως είναι να τα παρασύρει ο άνεμος, να εξαφανίσει κάθε ίχνος
τους.
Πόσο
εύκολα μεταβάλλεται το δάκρυ σου σε ένα τόσο δα φύλλο που αποζητά να ενωθεί με
το έδαφος, να γυρίσει πάλι στη ρίζα του να ποτίσει τα ξερά μονοπάτια που
περπατούσες μες στη ζέστη του Αυγούστου. Αιωρούμενες στιγμές, αναμνήσεις,
προσδοκίες στο φθινόπωρο ζητάνε σαν ικέτες τον ευνοικό άνεμο να τις παρασύρει,
να τις πάει μακριά σε απόσταση ικανοποιητική που θα δημιουργεί την απαραίτητη
ανοικειότητα και θα τις τοποθετεί στη θύμηση σαν κάτι παλιό ξεθωριασμένο, απροσδιόριστα
υπαρκτό ή μη. Έτσι πλάθεται κάτι μυθικό γύρω του που μετέπειτα έρχεται ο χρόνος
να το κλειδώσει...Αλήθεια το έζησα αυτό;
Και για
δες πόσο όμορφα κουμπώνουν όλα-καθώς γράφεις για φθινόπωρα, για φύλλα αναμήσεις
έρχεται μια φωνή από το ραδιόφωνο να σου θυμίσει τον γυάλινο κόσμο της Λόρα,
τον Τομ να λέει: