Ένα φάρο αναζητάμε όλοι... ενα φως ... ενα ταξίδι. Ας ταξιδέψουμε!

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Message in a bottle

Έχεις ακούσει για τις ιστορίες, αυτές τις ανομολόγητες που ταξιδεύουν στη θάλασσα με μόνη ελπίδα τους για πανί να τις ξεβράσει το κύμα στην ακτή εκείνου που αναζητούν; Γι αυτούς τους θαρραλέους ναύτες που κουβαλούν ένα φορτίο τόσο βαρύ που οι ψυχές είναι ανήμπορες να κρατήσουν . Το κάνουν μελάνι και λυγμό και το κλείνουν σε κάποια σημάδια πάνω σε ένα λευκό χαρτί. Σε ένα χαρτί που δεν το διπλώνουν για να μην ζαρωθούν τα συναισθήματά, ούτε το κλείνουν σε φάκελο που θα του στενεύει την ανάσα.Μια τέτοια ιστορία θα σας πω...
 Ο αποστολέας προτίμησε να τυλίξει το γράμμα σε κύκλο έτσι που η μια λέξη να αγκαλιάζει την άλλη, ακριβώς όπως θα ήθελε εκείνος να αγκαλιάζει το πρόσωπο του παραλήπτη. Το γράμμα του αυτό δεν έμελλε να μπει σε άψυχο χαρτί, ώστε το χέρι κάποιου ανυποψίαστου ταχυδρόμου να το παραδώσει στον παραλήπτη του, σαν όλα τα άλλα, τα χιλιάδες άλλα γράμματα που μπορεί να μετέφεραν από λογαριασμούς μέχρι διαφημιστικά φυλλάδια. Όχι- το ξερε πως αυτό θα ήταν ιεροσυλία για το κομμάτι της ψυχής που είχε κλείσει μέσα του. Το χε πάρει απόφαση πως η θάλασσα ήταν αυτή που θα γινόταν ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σε εκείνον και εκείνη, ανάμεσα στο τώρα και το πάντα. Πάνω στο γραφείο του δίπλα από ένα γεμάτο τασάκι με τσιγάρα σβησμένα, που της καρδιάς του τη φωτιά δεν κατάφεραν να σβήσουν, βρισκόταν ένα άδειο μπουκάλι κονιάκ. Ήταν χειμώνας βλέπεις και ξεγελούσε το κρύο με γουλιές κονιάκ αφού τα χέρια του ήταν άδεια και κρύα . Εκείνη είχε φύγει από καιρό και δεν πρόλαβε να της πει... Πρόλαβε; Η μια αναβολή πίσω από την άλλη καλυμμένη με μια καινούρια δικαιολογία κάθε φορά. Πότε φόβος, πότε ανασφάλεια. Mερικές φορές η ευγένεια του να μην πατήσεις το άβατο του άλλου για να μην ταράξεις την ισορροπία του, άλλες πάλι ο εγωισμός και η σιγουριά που σου δίνει η αίθηση του απέραντου χρόνου. Μα οι δείκτες των ρολογιών δεν περιμένουν κανέναν κι εκείνη έφυγε. Έφυγε μακριά!

Έδεσε σε έναν ελαφρύ κόμπο το γράμμα με ένα μικρό σχοινάκι και το κλεισε στο μπουκάλι με το κονιάκ. Βιαστικά φόρεσε το παλτό και το αγαπημένο του κασκόλ και πήρε τα κλειδιά του. Γάντια δεν φόρεσε, τα χέρια του ήταν κρύα για καιρό μα τώρα στην αίσθηση του γυαλιού που προστάτευαν τις λέξεις του, μια ζεστασιά διαπέρασε τα ακροδάχτυλά του. Κατέβηκε στην ακτή περπατώντας. Του άρεσε το περπάτημα πάνω στην άμμο όταν είχε δυνατό άνεμο. Aπό μικρός πίστευε ότι κάπως έτσι θα ήταν και στο φεγγάρι. Η άμμος ήταν ψιλή και νοτισμένη. Έκλεισε λίγη στη χούφτα του και την έβαλε μες στο μπουκάλι όπως έκαναν παλιά οι ξενιτεμένοι για να ξεγελούν το φευγιό τους, νιώθοντας ότι παίρνουν και την πατρίδα τους μαζί στο πουθενά που πήγαιναν. Γιατί όλα μακριά από την πατρίδα σου μοιάζουν πουθενά. Ο αποστολέας αφού έκλεισε λίγη από τη γη του στο μικρό ταξιδιάρικο γυαλί για λίγο δίστασε. Κοίταξε το σκοτάδι της θάλασσας και για μια στιγμή φοβήθηκε πως τα κύματά της θα στελναν το μικρό μπουκάλι στο βυθό. Μα ο φόβος δεν χωρούσε πια στις αποφάσεις του. Όφειλε να την εμπιστευτεί. Έτσι με λίγα λόγια που της ψιθύρισε σαν προσευχή άφησε το μικρό του πλεούμενο να το αγκαλιάσει το κύμα της. Τα μάτια του καρφωμένα μέχρι να χαθεί το παραμικρό του ίχνος. Έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος και πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού ευχήθηκε η γη και η ψυχή του να ενωθούν μια μέρα με τη δική της. «Κι εσύ θάλασσα λυπήσου με και μην αργήσεις πες το μου γρήγορα πως την αντάμωσες...»