Έχεις
ακούσει για τις ιστορίες, αυτές τις ανομολόγητες που ταξιδεύουν στη θάλασσα με
μόνη ελπίδα τους για πανί να τις ξεβράσει το κύμα στην ακτή εκείνου που
αναζητούν; Γι αυτούς τους θαρραλέους ναύτες που κουβαλούν ένα φορτίο τόσο βαρύ
που οι ψυχές είναι ανήμπορες να κρατήσουν . Το κάνουν μελάνι και λυγμό και το
κλείνουν σε κάποια σημάδια πάνω σε ένα λευκό χαρτί. Σε ένα χαρτί που δεν το
διπλώνουν για να μην ζαρωθούν τα συναισθήματά, ούτε το κλείνουν σε φάκελο που
θα του στενεύει την ανάσα.Μια τέτοια ιστορία θα σας πω...
Έδεσε σε
έναν ελαφρύ κόμπο το γράμμα με ένα μικρό σχοινάκι και το κλεισε στο μπουκάλι με
το κονιάκ. Βιαστικά φόρεσε το παλτό και το αγαπημένο του κασκόλ και πήρε τα
κλειδιά του. Γάντια δεν φόρεσε, τα χέρια του ήταν κρύα για καιρό μα τώρα στην
αίσθηση του γυαλιού που προστάτευαν τις λέξεις του, μια ζεστασιά διαπέρασε τα
ακροδάχτυλά του. Κατέβηκε στην ακτή περπατώντας. Του άρεσε το περπάτημα πάνω
στην άμμο όταν είχε δυνατό άνεμο. Aπό μικρός πίστευε ότι κάπως έτσι θα ήταν και
στο φεγγάρι. Η άμμος ήταν ψιλή και νοτισμένη. Έκλεισε λίγη στη χούφτα του
και την έβαλε μες στο μπουκάλι όπως έκαναν παλιά οι ξενιτεμένοι για να
ξεγελούν το φευγιό τους, νιώθοντας ότι παίρνουν και την πατρίδα τους μαζί στο
πουθενά που πήγαιναν. Γιατί όλα μακριά από την πατρίδα σου μοιάζουν πουθενά. Ο
αποστολέας αφού έκλεισε λίγη από τη γη του στο μικρό ταξιδιάρικο γυαλί για λίγο
δίστασε. Κοίταξε το σκοτάδι της θάλασσας και για μια στιγμή φοβήθηκε πως τα
κύματά της θα στελναν το μικρό μπουκάλι στο βυθό. Μα ο φόβος δεν χωρούσε πια
στις αποφάσεις του. Όφειλε να την εμπιστευτεί. Έτσι με λίγα λόγια που της ψιθύρισε
σαν προσευχή άφησε το μικρό του πλεούμενο να το αγκαλιάσει το κύμα της. Τα
μάτια του καρφωμένα μέχρι να χαθεί το παραμικρό του ίχνος. Έμεινε για λίγη ώρα
ακίνητος και πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού ευχήθηκε η γη και η ψυχή
του να ενωθούν μια μέρα με τη δική της. «Κι εσύ θάλασσα λυπήσου με και μην
αργήσεις πες το μου γρήγορα πως την αντάμωσες...»